σταδιοδρόμος

σταδιοδρόμος
και σταδιαδρόμος και σταδιηδρόμος, ὁ, Α
αυτός που αγωνίζεται στο στάδιο («Ἀντικλέα τὸν σταδιοδρόμον», Αισχίν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στάδιον + -δρόμος (< δρόμος), πρβλ. μαραθωνο-δρόμος. Ο τ. σταδιαδρόμος πιθ. κατ' επίδραση του πληθ. στάδια].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σταδιοδρόμος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταδιοδρόμους — σταδιόδρομος one who runs in the stadium masc acc pl σταδιοδρόμος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταδιοδρόμων — σταδιόδρομος one who runs in the stadium masc gen pl σταδιοδρόμος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταδιοδρόμῳ — σταδιόδρομος one who runs in the stadium masc dat sg σταδιοδρόμος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταδιοδρόμοι — σταδιοδρόμος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταδιοδρόμον — σταδιοδρόμος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταδιοδρόμης — ου, ὁ, Α ο σταδιοδρόμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταδιοδρόμος, κατά τα αρσ. σε ης] …   Dictionary of Greek

  • σταδιοδρόμωι — σταδιοδρόμῳ , σταδιόδρομος one who runs in the stadium masc dat sg σταδιοδρόμῳ , σταδιοδρόμος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • стадиотечница — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. (греч. σταδιοδρόμος) бегунья на арене.  … …   Словарь церковнославянского языка

  • σταδιαδρόμος — ὁ, Α βλ.σταδιοδρόμος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”