σταδιοδρόμος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταδιοδρόμους — σταδιόδρομος one who runs in the stadium masc acc pl σταδιοδρόμος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταδιοδρόμων — σταδιόδρομος one who runs in the stadium masc gen pl σταδιοδρόμος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταδιοδρόμῳ — σταδιόδρομος one who runs in the stadium masc dat sg σταδιοδρόμος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταδιοδρόμοι — σταδιοδρόμος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταδιοδρόμον — σταδιοδρόμος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταδιοδρόμης — ου, ὁ, Α ο σταδιοδρόμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταδιοδρόμος, κατά τα αρσ. σε ης] … Dictionary of Greek
σταδιοδρόμωι — σταδιοδρόμῳ , σταδιόδρομος one who runs in the stadium masc dat sg σταδιοδρόμῳ , σταδιοδρόμος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
стадиотечница — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (греч. σταδιοδρόμος) бегунья на арене. … … Словарь церковнославянского языка
σταδιαδρόμος — ὁ, Α βλ.σταδιοδρόμος … Dictionary of Greek